καταγύναιος

καταγύναιος
καταγύναιος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταγύναιος — καταγύναιος, ον (Α) κατάγυνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γύναιος (< γύναιος «γυναικείος»), πρβλ. πολυ γύναιος, φιλο γύναιος] …   Dictionary of Greek

  • καταγυναίους — καταγύναιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”